Σομαρούγκα, Άντζελο — (Sommaruga). Ιταλός εκδότης (Μιλάνο 1857 1941). Ίδρυσε, το 1876 στο Κάλιαρι την εφημερίδα Πεταλούδα, με έντονο λαϊκό και αντικληρικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια πήγε στο Μιλάνο και στη Ρώμη όπου το 1881 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Βυζαντινά… … Dictionary of Greek
Σταύρου, Γεώργιος — Ο πρώτος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Ιωάννινα 1788 Αθήνα 1869). Μετά τις βασικές σπουδές στη γενέτειρα του συνέχισε στη Βιέννη, όπου και παράμεινε για να διευθύνει την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του. Εκεί μετέχει στη Φιλική… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek
Ράινχαρτ, Μαξ — (Reinhardt, Μπάντεν, Βιέννη 1873 – Νέα Υόρκη 1943). Αυστριακός ηθοποιός, διευθυντής θεάτρου και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αφού έγινε γνωστός ως ηθοποιός, έδωσε το 1903 την πρώτη του αληθινή σκηνοθετική εργασία ανεβάζοντας το… … Dictionary of Greek
Ρώτας, Βασίλης — Λογοτέχνης και μεταφραστής (1889 1977). Ο Ρ. σπούδασε φιλολογία και επιδόθηκε κατόπιν στο θέατρο. Κατά καιρούς έπαιξε ως ηθοποιός και δίδαξε στη Δραματική Σχολή της Αθήνας και στο Ωδείο του Πειραιά. Το 1930 ίδρυσε το Λαϊκό θέατρο στο Παγκράτι, το … Dictionary of Greek
Σεράο, Ματθίλδη — (Serao). Ιταλίδα μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος (Πάτρα 1856 Νεάπολη 1927). Από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε μια επιτυχέστατη σταδιοδρομία σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά. Το 1884 παντρεύτηκε τον Εντοάρντο Σκαρφόλιο, μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Σλαβίτσι, Ιωάν — (Slavici). Ρουμάνος συγγραφέας (Σίρια, Αράντ 1848 Πάνκιου 1925). Συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βιέννη και, αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, συναντήθηκε με τον Εμινέσκου ο οποίος τον επηρέασε στη μετέπειτα συγγραφική του σταδιοδρομία.… … Dictionary of Greek
Σμολ, Άλμπον Γούντμαρι — (Small). Αμερικανός κοινωνιολόγος (Μπάκφιλντ, Μέην 1854 Σικάγο 1926). Διετέλεσε κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, όπου ίδρυσε το 1892 και διεύθυνε έως τον θάνατό του την πρώτη έδρα της κοινωνιολογίας. Διεύθυνε επίσης την Αμερικανική… … Dictionary of Greek